- ἀφελεστέρων
- ἀφελήςwithout a stonefem gen comp plἀφελήςwithout a stonemasc/neut gen comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неоумѣтель — НЕОУМѢТЕЛ|Ь (8*), Ѧ с. Тот, кто несведущ, невежествен, неопытен: аще лi ѥтери неѹмѣтели противѹ гл҃ть (ἀμαϑῶς) ГА XIII–XIV, 37в; ѹбо аще не забыли быша много зѣло нѣции ѿ неѹмѣтель мирьскихъ (τῶν ἀφελεστέρων) Там же, 151а; ѿиде съ многымь срамомь … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μανιοσού — Έργο της ιαπωνικής λογοτεχνικής παράδοσης. Το έργο, το οποίο απαρτίζεται από είκοσι βιβλία, συγκεντρώνει 4.496 ωδές ποιητών του 7ου και του 8ου αι. μ.Χ. και αποτελεί την ευρύτερη και αρχαιότερη συλλογή ποιημάτων στην ιαπωνική γλώσσα. Ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek